- βροτοειδής
- βροτο-ειδής, ές,A like a man,
δείκηλον Man.6.446
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δείκηλον Man.6.446
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βροτοειδέα — βροτοειδής like a man neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βροτοειδής like a man masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοειδές — βροτοειδής like a man masc/fem voc sg βροτοειδής like a man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοειδέσιν — βροτοειδής like a man masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
βροτοειδέι — βροτοειδέϊ , βροτοειδής like a man dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)